-
1 θυσιαστήρια
θυσιαστήριονaltar: neut nom /voc /acc plθυσιαστήριοςsacrificial: neut nom /voc /acc pl -
2 κατασκάπτω
II destroy utterly, raze to the ground,τὸ ἄστυ Hdt.7.156
;Τροίαν κ. βίᾳ S.Ph. 998
, cf. A.Ag. 525; ; ; (Teos, iv B.C.), cf. D.18.71; ;τὰ τείχη ἐς ἔδαφος Th. 4.109
, cf. Lys.12.40, Isoc. l.c., Arist.Ath.37.1;τὸν λιμένα Aeschin. 3.123
;τὰ θυσιαστήρια LXX 3 Ki.19.10
;τὴν οἰκίαν εἰς ἔδαφος Plu.Publ. 10
, etc.:—[voice] Pass.,ϝοικία κατασκαπτέσθω Berl.Sitzb.1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);τὰ οἱκία οἱ κατεσκάφη Hdt.6.72
;πατρῴα ἑστία κατεσκάφη E. Hec.22
;τὰ κατεσκαμμένα ἀναστήσω LXXAm.9.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκάπτω
См. также в других словарях:
θυσιαστήρια — θυσιαστήριον altar neut nom/voc/acc pl θυσιαστήριος sacrificial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γεθσημανή ή Γεσθημανή — Τοποθεσία της Παλαιστίνης, κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου κατά τους Ευαγγελιστές Μάρκο και Ματθαίο προσευχήθηκε ο Ιησούς λίγο πριν από τη σύλληψή του. Η ονομασία στα εβραϊκά σημαίνει ελαιοτριβείο και είναι πιθανό ένα τέτοιο κτίσμα να υπήρχε στον… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Πρέμτσαντ — (1880 – 1936). Ψευδώνυμο του Ινδού συγγραφέα και δημοσιολόγου Ντανπάτ Ράι Σριβαστάφ. Στην αρχή εργάστηκε ως δάσκαλος και επιθεωρητής σχολείων. Πήρε μέρος στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της χώρας του και άσκησε αυστηρή κριτική στην αποικιοκρατία … Dictionary of Greek